ἀναισθησία — ἀναισθησίᾱ , ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc/acc dual ἀναισθησίᾱ , ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθησίᾳ — ἀναισθησίαι , ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc pl ἀναισθησίᾱͅ , ἀναισθησία lack of sensation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
νωτιαία αναισθησία — Ένεση ενός παυσίπονου φαρμάκου στην περιοχή γύρω από τον νωτιαίο μυελό, για να μπλοκάρει την αίσθηση του πόνου στη διάρκεια της εγχείρησης … Dictionary of Greek
ἀναισθησίας — ἀναισθησίᾱς , ἀναισθησία lack of sensation fem acc pl ἀναισθησίᾱς , ἀναισθησία lack of sensation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθησίαι — ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc pl ἀναισθησίᾱͅ , ἀναισθησία lack of sensation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθησίαν — ἀναισθησίᾱν , ἀναισθησία lack of sensation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθησίη — ἀναισθησία lack of sensation fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθησίην — ἀναισθησία lack of sensation fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθησίης — ἀναισθησία lack of sensation fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)